916 bareo {bar-eh'-o} 源自 0926; TDNT - 1:558,95; 动词 钦定本 - be heavy 3, be pressed 1, be burdened 1, be charged 1; 6 1) 重压, 重负 1a) 身体的疲惫 1b) 心理的状态 |
00916 βαρέω 动词 1不定式ἐβάρησα;被动现分βαρούμενος, 令βαρείσθω;1不定式ἐβαρήθην;完分βεβαρημένος。「重压,担重担」。仅作喻意:指眼皮沉重-ὀφθαλμοὶ βεβαρημέοι 眼睛困倦, 太26:43 可14:40 异版。带ὕπνῳ打盹, 路9:32 。指心里固执,即失去敏感性(参 出7:14 ),在昏醉中, 路21:34 。指不幸或不公平-καθ᾽ ὑπερβολὴν ὑπέρ δύναμιν ἐβαρήθημεν 被压太重力不能胜, 林后1:8 。独立用法:βαρούμενοι 劳苦, 林后5:4 。指财政上的重担-μὴ βαρείσθω ἡ ἐκκλησία 不可累著教会, 提前5:16 。* |
916 bareo {bar-eh'-o} from 926; TDNT - 1:558,95; v AV - be heavy 3, be pressed 1, be burdened 1, be charged 1; 6 1) to burden, weigh down, depress |
Text: from 926; to weigh down (figuratively):
KJV --burden, charge, heavy, press.